Και εγώ τρέχω πρωί πρωί να πάω στη δουλειά,
φορώντας ένα μακρύ φόρεμα, πιο μακρύ από το
χοντρό μου μπουφάν κ το μαζεύω μέσα από το μπουφάν
για να μη φαίνεται πιο μακρύ
και πέφτει συνέχεια και ξανά το μαζεύω κ χωλοσκάω
και κατεβαίνω την αριστοτέλους και αυτό συνέχεια
πέφτει κ αριστερά μου καμια κατοσταριά περιστέρια
κάνουν το πρωινό τους μπάνιο, χωρίς κόσμο ανάμεσα,
μόνο πλαγίως οι γνωστές τύπισσες που πουλάνε
τσιγάρα, με τις εκνευριστικές φωνές κ το φόρεμα
ξαναπέφτει και το ξανασηκώνω και η τσάντα μου πέφτει
και σκέφτομαι το τάπερ με το φαγητό, ευτυχώς
έβαλα διπλή σακούλα και λίγο πιο κάτω τα δύο
πρώτα πρεζάκια, με τον καφέ στο χέρι, ακόμα δεν
φτιάχτηκαν, περιμένουν εκεί παρεϊστικα, κ μιλάνε για
άσχετα πράγματα μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι
και ξεκινήσουν συνομωτικά να ψάχνονται και φτάνω στο φανάρι
όπου πάντα, λες και υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός,
μπάινει κάποιος μπροστά σου, και περνάω απέναντι,
το φόρεμα μου κάνει τη χάρη να στερεωθεί για λίγο ακόμα
και τρέχω γιατί με τα πολλά κ τα λίγα έχει περάσει η ώρα
και σκέφτομαι πως στο τρένο τις προάλλες περνώντας
από τα χωριά παρατηρούσα τα σπίτια δίπλα στις γραμμές και
συνέδεσα με κάποιο τρόπο την μπουγάδα με την κοινωνική κατάσταση
το οποίο ακούγεται αφελές τώρα, ωστόσο
εν μέσω ταξιδίου βλέποντας τα σπίτια των γύφτων στις άκρες των
χωριών και τις μπουγάδες τους,αυτά σκεφτόμουν
και τέλοσπάντων δεν προφταίνω να πω ποιές ήταν
οι συγγραφικές αναφορές σε εκείνη τη φάση.
Το φόρεμά μου
ξαναπέφτει, αποφασίζω να το αφήσω και φτάνω στη στάση,
με κοιτώ από πάνω ως κάτω και αναρωτιέμαι γιατί
πασχίζω τόση ώρα, αφού στη δουλειά φοράω στολή και
δεν χρειάζεται καν να ντύνομαι ευπρεπώς.
Μέσα στο λεωφορείο, πραγματικά δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω
γιατί ο κόσμος παθαίνει το σύνδρομο της ακινησίας και δεν προχωράει
προς τα μέσα, δεν ξεκουνιέται από τη θέση του και δεν ανοίγει
έστω κ λίγο το παράθυρο ενώ ο αέρας που αναπνέουμε ζέχνει
τις πρωινές τοξίνες του καθενός. Και ευτυχώς βρήκα να καθήσω
γιατί δε με αντέχω με το μακρύτερο από το μπουφάν φόρεμα
και φτάνω στον προορισμό μου, περπατάω, χτυπάω κουδούνι,
ανοίγει η πόρτα, ανεβαίνω, μπαίνω, πάω στο δωμάτιο,αλλάζω
βγαίνω, βάζω γάντια, μάσκα, ''καλημέρα'' και περνάνε έξι
ώρες και πάω να ετοιμαστώ να φύγω.
Και δεν φοράω το φόρεμα,
αλλά φεύγω με μπλούζα,
καλσόν
και το χοντρό μακρύ
μπουφάν μου.
...
φορώντας ένα μακρύ φόρεμα, πιο μακρύ από το
χοντρό μου μπουφάν κ το μαζεύω μέσα από το μπουφάν
για να μη φαίνεται πιο μακρύ
και πέφτει συνέχεια και ξανά το μαζεύω κ χωλοσκάω
και κατεβαίνω την αριστοτέλους και αυτό συνέχεια
πέφτει κ αριστερά μου καμια κατοσταριά περιστέρια
κάνουν το πρωινό τους μπάνιο, χωρίς κόσμο ανάμεσα,
μόνο πλαγίως οι γνωστές τύπισσες που πουλάνε
τσιγάρα, με τις εκνευριστικές φωνές κ το φόρεμα
ξαναπέφτει και το ξανασηκώνω και η τσάντα μου πέφτει
και σκέφτομαι το τάπερ με το φαγητό, ευτυχώς
έβαλα διπλή σακούλα και λίγο πιο κάτω τα δύο
πρώτα πρεζάκια, με τον καφέ στο χέρι, ακόμα δεν
φτιάχτηκαν, περιμένουν εκεί παρεϊστικα, κ μιλάνε για
άσχετα πράγματα μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι
και ξεκινήσουν συνομωτικά να ψάχνονται και φτάνω στο φανάρι
όπου πάντα, λες και υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός,
μπάινει κάποιος μπροστά σου, και περνάω απέναντι,
το φόρεμα μου κάνει τη χάρη να στερεωθεί για λίγο ακόμα
και τρέχω γιατί με τα πολλά κ τα λίγα έχει περάσει η ώρα
και σκέφτομαι πως στο τρένο τις προάλλες περνώντας
από τα χωριά παρατηρούσα τα σπίτια δίπλα στις γραμμές και
συνέδεσα με κάποιο τρόπο την μπουγάδα με την κοινωνική κατάσταση
το οποίο ακούγεται αφελές τώρα, ωστόσο
εν μέσω ταξιδίου βλέποντας τα σπίτια των γύφτων στις άκρες των
χωριών και τις μπουγάδες τους,αυτά σκεφτόμουν
και τέλοσπάντων δεν προφταίνω να πω ποιές ήταν
οι συγγραφικές αναφορές σε εκείνη τη φάση.
Το φόρεμά μου
ξαναπέφτει, αποφασίζω να το αφήσω και φτάνω στη στάση,
με κοιτώ από πάνω ως κάτω και αναρωτιέμαι γιατί
πασχίζω τόση ώρα, αφού στη δουλειά φοράω στολή και
δεν χρειάζεται καν να ντύνομαι ευπρεπώς.
Μέσα στο λεωφορείο, πραγματικά δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω
γιατί ο κόσμος παθαίνει το σύνδρομο της ακινησίας και δεν προχωράει
προς τα μέσα, δεν ξεκουνιέται από τη θέση του και δεν ανοίγει
έστω κ λίγο το παράθυρο ενώ ο αέρας που αναπνέουμε ζέχνει
τις πρωινές τοξίνες του καθενός. Και ευτυχώς βρήκα να καθήσω
γιατί δε με αντέχω με το μακρύτερο από το μπουφάν φόρεμα
και φτάνω στον προορισμό μου, περπατάω, χτυπάω κουδούνι,
ανοίγει η πόρτα, ανεβαίνω, μπαίνω, πάω στο δωμάτιο,αλλάζω
βγαίνω, βάζω γάντια, μάσκα, ''καλημέρα'' και περνάνε έξι
ώρες και πάω να ετοιμαστώ να φύγω.
Και δεν φοράω το φόρεμα,
αλλά φεύγω με μπλούζα,
καλσόν
και το χοντρό μακρύ
μπουφάν μου.
...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου